- πάρεδρος
- ο, η / πάρεδρος, -ον, ΝΜΑνεοελλ.1. αναπλητωτής ανώτερου υπαλλήλου ή λειτουργού2. φρ. α) «πάρεδρος πρωτοδικών» — ο πρώτος βαθμός τής ιεραρχίας τών τακτικών δικαστώνβ) «πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας» — εισηγητής υποθέσεων στο Συμβούλιο Επικρατείας ο οποίος μετέχει στις συνεδρίες με συμβουλευτική ψήφογ) «πάρεδρος Ελεγκτικού Συνεδρίου» — λειτουργός που ασκεί τον προληπτικό έλεγχο τού λογιστικού τών διαφόρων υποχρεώσεωνμσν.-αρχ.1. αυτός που βρίσκεται δίπλα ή πολύ κοντά σε κάποιον2. το αρσ. ως ουσ. α) υπηρέτης, άγγελος, αγγελιαφόρος θεού (α. «Διὸς πάρεδρος ἀσκεῑται Θέμις», Πίνδ.β. «ὡς θεοῡ οἰκονόμοι καὶ ὑπηρέται», Ιγνάτ.)β) αυτός που κατέχει υψηλή, τιμητική θέση (α. «ἵμερος... τῶν μεγάλων πάρεδρος ἐν ἀρχαῑς θεσμῶν», Σοφ.β. «οἱ θεῑοι μάρτυρες... τοῡ Χριστοῡ πάρεδροι καὶ τῆς βασιλείας κοινωνοί», Ευσ.)γ) εκείνος που παρέχει μαγική βοήθεια (α. «τρίστιχος Ὁμήρου πάρεδρος», μαγ. πάπ.β. «καὶ δαίμονά τινα ἔχειν πάρεδρον»)αρχ.1. παρακαθήμενος στο δείπνο, ο συνδαιτυμόνας («καὶ τὰς κουριδίας γυναίκας εἰσάγεσθαι παρέδρους», Ηρόδ.)2. το αρσ. ως ουσ. βοηθός, στενός συνεργάτης τού βασιλιά τής Περσίας, τών εφόρων στη Σπάρτη, τών τριών ανώτατων αρχόντων στην Αθήνα, τών Ελληνοταμιών3. φρ. «πάρεδρος ἡδονή» — δευτερεύουσα ηδονή (Αρισταίν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πρό-εδρος].
Dictionary of Greek. 2013.